υπαρώ

υπαρώ
-όω, Α
οργώνω επιφανειακά την γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἀρῶ «οργώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… …   Dictionary of Greek

  • υποσφυρίζομαι — Α (ποιητ. τ.) ὑπαρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σφῦρα «το ανάχωμα ανάμεσα στα αυλάκια που σχηματίζονται κατά την άροση» + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”